- πόρταρω
- (αόρ. πορτάρισα) μετ. приносить охотнику (убитую дичь — о собаке)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πορτάρω — Ν (για κυνηγετικό σκυλί) φέρνω το θήραμα στον κυνηγό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. portare «φέρνω»] … Dictionary of Greek